- σάκου
- σάκαςpudenda muliebriamasc gen sgσάκκοςcoarse cloth of hairmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραντί — το 1. το χοντρό σκοινί το οποίο ράβεται γύρω από τα πανιά τών σκαφών για να μη σκίζονται από τον αέρα 2. φρ. α) «κάτω γραντί» το χοντρό σκοινί με τα μολύβια με το οποίο αρματώνεται το κάτω μέρος τού σάκου τής τράτας β) «πάνω γραντί» το ψιλό… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αμνιοκέντηση — Βλ. λ. αμνιοσκόπηση. Σχηματική περιγραφή εκτέλεσης αμνιοκέντησης για αφαίρεση αμνιακού υγρού. * * * ή αμνιοπαρακέντηση Ιατρ. παρακέντηση τού αμνιακού σάκου διά μέσου τού κοιλιακού τοιχώματος ή τού κόλπου, για λήψη αμνιακού υγρού προς εξέταση … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
ιππόκαμπος — I (Ιατρ.).Δομή στον εγκέφαλο, που βρίσκεται στο έδαφος των κατώτερων κεράτων των πλαγίων κοιλιών του και πιστεύεται ότι σχετίζεται με τη μνήμη. II (Ζωολ.). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των συγγναθιδών. Στη Μεσόγειο ζουν δύο είδη, όμοια μεταξύ… … Dictionary of Greek